- μαράγγιασμα
- το увядание, засыхание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαράγγιασμα — και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός 2. μτφ. γέρασμα … Dictionary of Greek
μάραμα — το μαρασμός, μάρανση, εξασθένηση, μαράγγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαραίνω, κατά τα ουδέτερα σε μα] … Dictionary of Greek
μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας … Dictionary of Greek